ξυραφίζω

ξυραφίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξυραφίζω" в других словарях:

  • ξυραφίζω — και ξουραφίζω (Μ ξυραφίζω) [ξυράφι] ξυρίζω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξυραφισμένος, η, ο (συνεκδ. για υφάσματα από μαλλί) αυτός που κατά την κατεργασία τού αφαιρέθηκε, τού αποξέστηκε το χνούδι, αχνούδωτος, λείος …   Dictionary of Greek

  • ξυραφίζω — ξυράφισα, ξυραφίστηκα, ξυραφισμένος, και ξουραφίζω ξουράφισα, ξουραφίστηκα, ξουραφισμένος, αφαιρώ το τρίχωμα, ξυρίζω: Δεν μπορώ να ξυραφιστώ μόνος μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξουραφίζω — βλ. ξυραφίζω …   Dictionary of Greek

  • ξυράφισμα — και ξουράφισμα, το [ξυραφίζω] ξύρισμα …   Dictionary of Greek

  • ξυραφιστής — ο (Μ ξυραφιστής) [ξυραφίζω] αυτός που ξυρίζει, κουρέας ο οποίος κυρίως ξυρίζει …   Dictionary of Greek

  • ξουραφίζω — βλ. ξυραφίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»