ξυραφίζω
Смотреть что такое "ξυραφίζω" в других словарях:
ξυραφίζω — και ξουραφίζω (Μ ξυραφίζω) [ξυράφι] ξυρίζω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξυραφισμένος, η, ο (συνεκδ. για υφάσματα από μαλλί) αυτός που κατά την κατεργασία τού αφαιρέθηκε, τού αποξέστηκε το χνούδι, αχνούδωτος, λείος … Dictionary of Greek
ξυραφίζω — ξυράφισα, ξυραφίστηκα, ξυραφισμένος, και ξουραφίζω ξουράφισα, ξουραφίστηκα, ξουραφισμένος, αφαιρώ το τρίχωμα, ξυρίζω: Δεν μπορώ να ξυραφιστώ μόνος μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξουραφίζω — βλ. ξυραφίζω … Dictionary of Greek
ξυράφισμα — και ξουράφισμα, το [ξυραφίζω] ξύρισμα … Dictionary of Greek
ξυραφιστής — ο (Μ ξυραφιστής) [ξυραφίζω] αυτός που ξυρίζει, κουρέας ο οποίος κυρίως ξυρίζει … Dictionary of Greek
ξουραφίζω — βλ. ξυραφίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)